- κιδάφη
- κιδάφη, ἡ (Α)βλ. κίδαφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιδάφη — κίδαφος wily fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VULPES — I. VULPES Varroni quasi volipes, melius ex Graeco ἀλώπηξ, quod παρὰ τὸ ἀλᾷν τὸν ὦπα quia per ambages et gyros cursitando fallit quasi oculos, adeoque, ut ait Philosophus, Histor. animal. l. 1. c. 1. animal est πανοῦργον καὶ κακοῦργον. Unde ἀλιτρὴ … Hofmann J. Lexicon universale
κίδαφος — και κίνδαφος, άφη, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. δόλιος, πανούργος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιδάφη ή κινδάφη η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. φος είναι χαρακτηριστική ονομασιών ζώων (πρβλ. έλα φος, κόσσυ φος). Ίσως να αποτέλεσε το πρότυπο… … Dictionary of Greek
σκιδαφή — Α (κατά τα Αν. Οξ.) «ἀλώπηξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού κιδάφη «αλεπού» με αρκτικό σ (βλ. λ. κίδαφος)] … Dictionary of Greek